- ἐμπιπτούσας
- ἐμπῑπτούσᾱς , ἐμπίτνωfall uponpres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)ἐμπῑπτούσᾱς , ἐμπίτνωfall uponpres part act fem gen sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
въпадати — ВЪПАДА|ТИ (80), Ю, ѤТЬ гл. 1. Попадать куда л.: рыба мнѡгоножицѩ. къ какому камени придеть. така плѡтью ˫авить(с). мнѡги рыбы в челюсти ѥи впа(д)ють. мнѩще камень. МПр XIV, 34; [саламандра] ес(с)тво има(т) излиха мокро и студено ˫ако и во все… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πυκνότητα — Φυσικό μέγεθος, που μπορεί να οριστεί ως η ποσότητα της ύλης (μάζα) που περιέχεται στη μονάδα όγκου ενός σώματος. Πιο απλά, για ομοιογενή σώματα, η π. ορίζεται με το πηλίκο της μάζας διά του όγκου του θεωρούμενου σώματος, ενώ για τα μη ομοιογενή… … Dictionary of Greek